- τρίλοφος
- τρίλοφοςwith three crestsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίλοφος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Πιερίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.). * * * ον, Α 1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία 2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην»,… … Dictionary of Greek
τρίλοφον — τρίλοφος with three crests masc/fem acc sg τρίλοφος with three crests neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλόφοιο — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλόφοις — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλόφου — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλόφους — τρίλοφος with three crests masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριλόφῳ — τρίλοφος with three crests masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
τριλοφία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.) του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγκαθιάς. * * * ἡ, Α [τρίλοφος] 1. το τριπλό λοφίο πτηνού ή περικεφαλαίας 2. περικεφαλαία με τρία λοφία … Dictionary of Greek
Νεστόριο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 890 μ.) του νομού Καστοριάς. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (59 τ. χλμ.), στην οποία ανήκαν και άλλοι έξι μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Άννα (υψόμ. 840 μ.), τα Στενά (υψόμ. 940 μ.), ο Πεύκος, το Γιαννοχώρι, το… … Dictionary of Greek